βιντεοκασέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιντεοκασέτα < (λόγιο δάνειο) αγγλική videocassette (βίντεο + καστέτα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βιντεοκασέτα θηλυκό
- (τεχνολογία) (παρωχημένο) κασέτα με μαγνητική ταινία στην οποία μπορεί να αποθηκευτεί οπτικοακουστικό υλικό (βίντεο)
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]παρωχημένες γραφές:
- βιντεοκασσέτα
- βιντεοκασσέττα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιντεοκασέτα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)