βινυλοχλωρίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βινυλοχλωρίδιο | τα | βινυλοχλωρίδια |
γενική | του | βινυλοχλωρίδιου & βινυλοχλωριδίου |
των | βινυλοχλωρίδιων & βινυλοχλωριδίων |
αιτιατική | το | βινυλοχλωρίδιο | τα | βινυλοχλωρίδια |
κλητική | βινυλοχλωρίδιο | βινυλοχλωρίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βινυλοχλωρίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική vinyl chloride < vinyl (βινύλιο) + chloride (χλωρίδιο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βινυλοχλωρίδιο ουδέτερο
- (χημεία) το χλωραιθένιο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βινυλοχλωρίδιο