βιοπάλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η βιοπάλη
      γενική της βιοπάλης
    αιτιατική τη βιοπάλη
     κλητική βιοπάλη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βιοπάλη < (λόγιο) (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική lutte pour la vie ή αγγλική struggle for life, αναλύεται σε: βίος + πάλη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βιοπάλη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • ο καθημερινός αγώνας (ιδίως των φτωχών) για την εξασφάλιση των αναγκαίων για την επιβίωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]