βολή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βολή οι βολές
      γενική της βολής των βολών
    αιτιατική τη βολή τις βολές
     κλητική βολή βολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βολή < βάλλω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βολή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βολή θηλυκό (από την έννοια της τυχερής ζαριάς, της τυχερής βολής των ζαριών)

  1. η άνεση, η βόλεψη
  2. οι συνθήκες που επικρατούν και κάνουν εύκολη τη ζωή σε ένα μέρος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]