βοτρύτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βοτρύτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βοτρύτης αρσενικό
- ασθένεια των φυτών που οφείλεται στο μύκητα Botrytis cinerea
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βοτρύτης
|