βουβάλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βουβάλι | τα | βουβάλια |
γενική | του | βουβαλιού | των | βουβαλιών |
αιτιατική | το | βουβάλι | τα | βουβάλια |
κλητική | βουβάλι | βουβάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βουβάλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουβάλιον < ελληνιστική κοινή βούβαλος [1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βουβάλι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) (Bubalus bubalis) είδος άγριου και μεγαλόσωμου βοοειδούς με κοντό και αραιό τρίχωμα και μακριά κέρατα, το οποίο ζει κυρίως στην Ασία και την Αφρική
- (μεταφορικά, μειωτικό) ο παχύς, άχαρος και δυσκίνητος άνθρωπος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- βουβάλι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βουβάλι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ βουβάλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)