βουβωνοκήλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βουβωνοκήλη | οι | βουβωνοκήλες |
γενική | της | βουβωνοκήλης | — | |
αιτιατική | τη | βουβωνοκήλη | τις | βουβωνοκήλες |
κλητική | βουβωνοκήλη | βουβωνοκήλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βουβωνοκήλη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βουβωνοκήλη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βουβωνοκήλη θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βουβωνοκήλη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζέστη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)