βουκέντρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βουκέντρα < βουκέντρ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vuˈcen.dɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐κέ‐ντρα
- τονικό παρώνυμο: βούκεντρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βουκέντρα θηλυκό
- ξύλινη βέργα η οποία χρησιμοποιείτο από τους αγρότες κατά τη διάρκεια οργώματος με βόδια, η οποία στη μία άκρη είχε μεταλλική βάση για να καθαρίζουν το αλέτρι και στην άλλη της άκρη ήταν αιχμηρή, ούτως ώστε να κεντρίζει τα βόδια