βουκολέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βουκολέω < βουκόλος

βουκολέω - βουκολῶ (συνηρημένο)

  • βόσκω βόδια