βουλγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βούργια, βούλγα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βουλγία < (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική bulgia < λατινική bulga

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βουλγία θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]