βουλγαροαναθρεμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βουλγαροαναθρεμμένος < Βούλγαρος + ἀναθρεμμένος
Μετοχή
[επεξεργασία]βουλγαροαναθρεμμένος
- που έχει βουλγαρική ανατροφή
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- βουλγαροαναθρεμμένος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].