βουλγαροαναθρεμμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βουλγαροαναθρεμμένος < Βούλγαρος + ἀναθρεμμένος

Μετοχή

[επεξεργασία]

βουλγαροαναθρεμμένος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]