βουτήματα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βουτήματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η κοινή ονομασία όλων των προϊόντων αρτοποιίας που χρησιμεύουν σαν συνοδευτικά του καφέ ή άλλου αφεψήματος και συνήθως καταναλώνονται αφού βουτηχτούν στο αφέψημα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- πλέον ο ενικός δεν χρησιμοποιείται για το αντικείμενο αλλά για την ενέργεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βουτήματα