βουτσί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βουτσί τα βουτσιά
      γενική του βουτσιού των βουτσιών
    αιτιατική το βουτσί τα βουτσιά
     κλητική βουτσί βουτσιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βουτσί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουτσί / βουτσίον / βουτσίν / βουττίν < βουτίον < ελληνιστική κοινή βοῦτις / βοῦττις[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή **bʰeHw- (πρήζω, φουσκώνω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vuˈt͡si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐τσί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βουτσί ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βουτσί ουδέτερο