βραδύτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βραδυτής

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βραδύτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βραδυτής, γενική: τῆς βραδυτῆτος με μετακίνηση τόνου

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βραδύτης θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]