βραχέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βραχύ, ουδέτερου του βραχύς
- βραχέα κύματα στο ραδιόφωνο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- αρχαία ελληνικά: βράχεα (τα ρηχά της θάλασσας)