βραχείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]βραχείς
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιθέτου βραχύς
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]βραχείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βρέχομαι
- θα βραχείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βρέχομαι