βραχωνύμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βραχωνύμιο | τα | βραχωνύμια |
γενική | του | βραχωνύμιου & βραχωνυμίου |
των | βραχωνύμιων & βραχωνυμίων |
αιτιατική | το | βραχωνύμιο | τα | βραχωνύμια |
κλητική | βραχωνύμιο | βραχωνύμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βραχωνύμιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βραχωνύμιο
|