βραχύτητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βραχύτητα οι βραχύτητες
      γενική της βραχύτητας των βραχυτήτων
    αιτιατική τη βραχύτητα τις βραχύτητες
     κλητική βραχύτητα βραχύτητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βραχύτητα < αρχαία ελληνική βραχύτης < βραχύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mréǵʰus (βραχύς) < *mreǵʰ- +‎ *-us

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vɾaˈçi.ti.ta/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βραχύτητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του βραχέος, το να είναι κάποιος βραχύς, μικρός ή σύντομος
  2. η ιδιότητα του βραχύχρονου, το να είναι κάποιος βραχύχρονος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]