βρομοκατησχυμμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βρομοκατησχυμμένος < βρομο- + κατησχυμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του καταισχύνω

Μετοχή

[επεξεργασία]

βρομοκατησχυμμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]