βύζαγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βύζαγμα τα βυζάγματα
      γενική του βυζάγματος των βυζαγμάτων
    αιτιατική το βύζαγμα τα βυζάγματα
     κλητική βύζαγμα βυζάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βύζαγμα < βυζαίνω, βυζακ- (όπως αόριστος βύζαξα) + μα με τροπή [km] < [ɣm] [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvi.zaɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βύ‐ζαγ‐μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βύζαγμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]