γέρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γέρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γέρας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γέρας ουδέτερο (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο γέρας)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ γέρᾰς τὰ γέρα - γέρ
      γενική τοῦ γέρᾰος - γέρως τῶν γεράων - γερῶν
      δοτική τῷ γέρ τοῖς γέρᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ γέρᾰς τὰ γέρα - γέρ
     κλητική ! γέρᾰς γέρα - γέρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γέρ
γεν-δοτ τοῖν  γεροῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'κρέας' όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γέρας < συγγενές των γέρων και γῆρας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γέρας, -αος / -ως ουδέτερο

  1. δώρο, βραβείο, τιμή
  2. δικαίωμα
  3. προνόμιο
  4. τιμητικά δώρα
  5. η τιμή που απονέμεται στους νεκρούς
    ※  Υπέρ Κτησιφώντος περί του στεφάνου, 169
    ...καὶ μετὰ ταῦθ᾽ οἱ μὲν εὐθὺς ἐξαναστάντες μεταξὺ δειπνοῦντες τούς τ᾽ ἐκ τῶν σκηνῶν τῶν κατὰ τὴν ἀγορὰν ἐξεῖργον καὶ τὰ γέρρ᾽ ἐνεπίμπρασαν.
  6. αμοιβή
    έκφραση: ἀνελὼν γέρας (ζητών αμοιβή)
    ※  2ος κε αιώνας Λουκιανός, 53, 0 Τυραννοκτόνος, εισαγωγή @wikisource @scaife.perseus
    αἰτεῖ ὁ ἀνελθὼν καὶ τὸν τοῦ τυράννου υἱὸν ἀνελὼν γέρας ὡς τνραννοκτόνος.