γέροντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γέροντας | οι | γέροντες & γερόντοι |
γενική | του | γέροντα | των | γερόντων |
αιτιατική | τον | γέροντα | τους | γέροντες & γερόντους |
κλητική | γέροντα | γέροντες & γερόντοι | ||
Και με δεύτερους, λαϊκούς τύπους στον πληθυντικό. | ||||
Κατηγορία όπως «χωροφύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γέροντας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γέροντας < αιτιατική γέροντα του αρχαία ελληνική γέρων.[1] Δείτε και γέρος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈʝe.ɾon.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γέ‐ρο‐ντας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γέροντας αρσενικό (θηλυκό γερόντισσα)
- ηλικιωμένος άντρας, γέρος (ως προσφώνηση δείχνει σεβασμό)
- ο μοναχός
- προεστός, δημογέροντας (και πληθυντικός οι γερόντοι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- γερο- & Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γερο- στο Βικιλεξικό
- γεροντάκι, γεροντάκος (υποκοριστικά)
- Γέροντας (επώνυμο, τοπωνύμιο)
- γεροντικός
- γερόντιο
- γεροντισμός
- γεροντίστικος
- γεροντο- & Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γεροντο- στο Βικιλεξικό
- γερουσία
- γερουσιαστής
- γεροντότερος
- δημογέροντας
- → και δείτε τη λέξη γέρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ γέροντας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γέροντας < αιτιατική ενικού γέροντα του αρχαία ελληνική γέρων. Δείτε και γέρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γέροντας αρσενικό (θηλυκό γερόντισσα)
- γέρος, ηλικιωμένος
- ※ ήτονε δεκοκτώ χρονώ, μά 'χε γερόντου γνώση,
- οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ' η ερμηνειά του βρώση (@books.google, έκδοση 1860, A, 79-80 (1590‑1610) Βιτσέντζος Κορνάρος)
- μοναχός
- δημογέροντας, προεστός
- μέλος συμβουλευτικού σώματος
- (ως επίθετο) → δείτε συγκριτικός βαθμός: γεροντότερος
Κλιτικοί τύποι
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- σελ.264, Τόμος 4ος - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'χωροφύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)