γαλέος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαλέος οι γαλέοι
      γενική του γαλέου των γαλέων
    αιτιατική τον γαλέο τους γαλέους
     κλητική γαλέε γαλέοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαλέος < αρχαία ελληνική γαλεός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
Galeorhinus galeus

γαλέος αρσενικό

φάγαμε γαλέο σαγανάκι

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]