γαλακτόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γαλακτόμετρο | τα | γαλακτόμετρα |
γενική | του | γαλακτόμετρου & γαλακτομέτρου |
των | γαλακτόμετρων & γαλακτομέτρων |
αιτιατική | το | γαλακτόμετρο | τα | γαλακτόμετρα |
κλητική | γαλακτόμετρο | γαλακτόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαλακτόμετρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαλακτόμετρο ουδέτερο
- συσκευή που επιτρέπει να κρίνει κανείς την ποιότητα του γάλακτος και ιδιαίτερα την περιεκτικότητά του σε ανθόγαλα
- αραιόμετρο με ειδική διαβάθμιση για τη μέτρηση της πυκνότητας του γάλατος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γαλακτόμετρο