γατέχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό. |
Κρητικά (el-crt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γατέχω < κατέχω με τροπή του αρκτικού συμφώνου κάππα σε γάμμα λόγω συνεκφοράς με λέξεις οι οποίες τελειώνουν με νι, π.χ. /ðeŋ.ɡaˈte.xo/ > /ðe.ɡaˈte.xo/ > /ðe.ɣaˈte.xo/
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣaˈte.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐τέ‐χω
Ρήμα[επεξεργασία]
γατέχω, πρτ.: γάτεχα
- γνωρίζω πολύ καλά, κατέχω, καταλαβαίνω
- ↪ Μα δε γατέχω γω γιάηντα.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | γατέχω | γάτεχα | θα γατέχω | να γατέχω | γατέχοντας | |
β' ενικ. | γατέχεις | γάτεχες | θα γατέχεις | να γατέχεις | γάτεχε | |
γ' ενικ. | γατέχει | γάτεχε | θα γατέχει | να γατέχει | ||
α' πληθ. | γατέχουμε | γατέχαμε | θα γατέχουμε | να γατέχουμε | ||
β' πληθ. | γατέχετε | γατέχατε | θα γατέχετε | να γατέχετε | γατέχετε | |
γ' πληθ. | γατέχουν(ε) | γάτεχαν γατέχαν(ε) |
θα γατέχουν(ε) | να γατέχουν(ε) |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γατέχω
|