γαυρόομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαυρόομαι < γαυριάω
Ρήμα
[επεξεργασία]γαυρόομαι-γαυροῦμαι
- φέρομαι περήφανα, αλαζονεύομαι, καυχιέμαι, επαίρομαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- γαύρωμα (ο λόγος για τον οποίο καμαρώνει κάποιος)
- γαυρίαμα (αλαζονεία, υπερηφάνεια)