γελγίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γέλγις

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γελγίς αἱ γελγῖδες
      γενική τῆς γελγῖδος τῶν γελγίδων
      δοτική τῇ γελγῖδ ταῖς γελγῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν γελγῖδ τὰς γελγῖδᾰς
     κλητική ! γελγίς* γελγῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γελγῖδε
γεν-δοτ τοῖν  γελγίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γελγίς, -ῖδος / -ῖθος θηλυκό → λείπει η κλίση

Πηγές[επεξεργασία]