γεμιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γεμιστής | οι | γεμιστές |
γενική | του | γεμιστή | των | γεμιστών |
αιτιατική | τον | γεμιστή | τους | γεμιστές |
κλητική | γεμιστή | γεμιστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γεμιστής < γεμίζω + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chargeur)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γεμιστής αρσενικό
- αυτός που γεμίζει
- (στρατιωτικός όρος) αυτός που γεμίζει με βλήματα κάποιο όπλο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γεμίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γεμιστής
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]γεμιστής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)