γενναιοδωρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γενναιοδωρία | οι | γενναιοδωρίες |
γενική | της | γενναιοδωρίας | — | |
αιτιατική | τη | γενναιοδωρία | τις | γενναιοδωρίες |
κλητική | γενναιοδωρία | γενναιοδωρίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γενναιοδωρία < γενναιόδωρος + -ία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γενναιοδωρία θηλυκό
- η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του γενναιόδωρου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γενναιοδωρία