γηράσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γηράσκω < αρχαία ελληνική γηράσκω

γηράσκω

  • γηράσκω αεί διδασκόμενος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γηράσκω< γῆρας

γηράσκω και γηράω-γηρῶ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]