γιαβρούμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γιαβρούμ : (άμεσο δάνειο) τουρκική yavrum > yavru (μωρό, νήπιο)
Επιφώνημα
[επεξεργασία]γιαβρούμ
- (προσφώνηση) μωρό μου, (ως θωπευτική προσφώνηση) σε προσφιλές πρόσωπο, κατ΄ επέκταση αγάπη μου