γιλέκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γιλέκο | τα | γιλέκα |
γενική | του | γιλέκου | των | γιλέκων |
αιτιατική | το | γιλέκο | τα | γιλέκα |
κλητική | γιλέκο | γιλέκα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιλέκο < γελέκο < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική یلك (yelek) (τουρκική yelek)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝiˈle.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γι‐λέ‐κο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιλέκο ουδέτερο
- (ενδυμασία) ρούχο χωρίς μανίκια και γιακά που κουμπώνει μπροστά (κυρίως αυτό που φοριέται πάνω από το πουκάμισο και κάτω από το σακάκι του κουστουμιού)
- ↪ αλεξίσφαιρο γιλέκο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)