γκουρμέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκουρμέ < γαλλική gourmet

Επίθετο

[επεξεργασία]

γκουρμέ άκλιτο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκουρμέ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]