γκουρμέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γκουρμέ άκλιτο
- (νεολογισμός) που σχετίζεται με το εκλεκτό φαγητό ή αναφέρεται σ’ αυτό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκουρμέ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (νεολογισμός) που του αρέσει το εκλεκτό φαγητό καθώς και η ανακάλυψη νέων και ενδιαφερουσών γεύσεων
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)