γλήνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]γλήνη < ινδοευρ. ρ. *glai- = λάμπω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γλήνη θηλυκό ως αρχαία ελληνική
- μάτι, η κόρη του ορφθαλμού
- μικρό ομοίωμα μεγαλύτερου αντικειμένου,η κούκλα ως αντικείμενο, παιχνίδι
- το κέρινο κουκλάκι
ανατομ. η αβαθής αρθρική κοιλότητα κάποιων οστών που δέχoνται τη κεφαλή άλλου οστού
Συγγενικά
[επεξεργασία]- γλῆνος
- γληνοειδής, κοίλος όπως η γλήνη