γλωσσαμυντορισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλωσσαμυντορισμός < γλωσσαμύντορας + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλωσσαμυντορισμός αρσενικό
- η θεωρία και πρακτική ενός γλωσσαμύντορα, η προσπάθεια στήριξης και χρήσης της καθαρεύουσας ή αρχαιοπρεπούς γλώσσας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλωσσαμυντορισμός
|