γνωμοδοτήσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

γνωμοδοτήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γνωμοδοτώ
  2. θα γνωμοδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γνωμοδοτώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

γνωμοδοτήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γνωμοδότηση