γνωμοδοτήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]γνωμοδοτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γνωμοδοτώ
- θα γνωμοδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γνωμοδοτώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]γνωμοδοτήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γνωμοδότηση