γνωμοδοτήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]γνωμοδοτήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του γνωμοδότηση
- εναλλακτικά: γνωμοδότησης
γνωμοδοτήσεως θηλυκό