γοργόνειο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γοργόνειο | τα | γοργόνεια |
γενική | του | γοργόνειου & γοργονείου |
των | γοργόνειων & γοργονείων |
αιτιατική | το | γοργόνειο | τα | γοργόνεια |
κλητική | γοργόνειο | γοργόνεια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γοργόνειο < Γοργώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γοργόνειο ουδέτερο
- το κεφάλι της Γοργώς ή Μέδουσας, που σκότωσε ο Περσέας και στόλιζε την ασπίδα της Αθηνάς, επειδή, ακόμη και νεκρό, πέτρωνε όποιον το κοίταζε· απεικονίζεται ως αποτροπαϊκό σύμβολο σε ασπίδες, κοσμήματα (πχ σε πόρπες), ψηφιδωτά κλπ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Μέδουσα (μυθολογία) στη Βικιπαίδεια
- Gorgoneion στην αγγλόφωνη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γοργόνειο