γραιγολεβάντες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γραιγολεβάντες αρσενικό
- (άνεμος) ετυμολογική γραφή του γρεγολεβάντες με συσχετισμό προς το Γραικός[1]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «γραίγος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.