γραικυλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γραικυλισμός αρσενικό
- (μειωτικό) χαρακτηρισμός κάποιου που εγκαταλείπει την δική του πολιτιστική παράδοση και προσλαμβάνει κάποια άλλη παράδοση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γραικυλισμός
|