γραμματεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γραμματεία οι γραμματείες
      γενική της γραμματείας των γραμματειών
    αιτιατική τη γραμματεία τις γραμματείες
     κλητική γραμματεία γραμματείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γραμματεία < (ελληνιστική κοινή) γραμματεία < γραμματεύω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γραμματεία θηλυκό

  1. το σύνολο των έργων του γραπτού λόγου που γράφτηκαν σε μια γλώσσα σε μια ιστορική περίοδο
     συνώνυμα: λογοτεχνία
  2. διοικητική υπηρεσία ενός οργανισμού
    οι φοιτητές να προσέλθουν στη γραμματεία της σχολής για να τακτοποιήσουν την εγγραφή τους στα μαθήματα του επόμενου εξαμήνου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]