γωνίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γωνίτσα | οι | γωνίτσες |
γενική | της | γωνίτσας | — | |
αιτιατική | τη | γωνίτσα | τις | γωνίτσες |
κλητική | γωνίτσα | γωνίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γωνίτσα < υποκοριστικό του γωνία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γωνίτσα θηλυκό
- μικρή γωνία
- (μεταφορικά) τόπος όπου κάποιος μπορεί να μείνει μόνος του για να ηρεμήσει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γωνίτσα
|