γωνιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γωνιάζω < αρχαία ελληνική γωνιάζω < γωνία (σχηματίζω γωνία)
Ρήμα
[επεξεργασία]γωνιάζω
- δημιουργώ γωνία σε ένα αντικείμενο
- ευθυγραμμίζω
Παράγωγα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γωνιάζω
|