γωρυτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γωρυτός αρσενικό (ίσως από σκυθική λέξη)