δάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δάδα | οι | δάδες |
γενική | της | δάδας | των | δάδων |
αιτιατική | τη | δάδα | τις | δάδες |
κλητική | δάδα | δάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δάδα < αρχαία ελληνική δᾴς < δαίω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δάδα θηλυκό
- δαυλός, κομμάτι ξύλου στην άκρη του οποίου έβαζαν φωτιά και το κρατούσαν για να φωτίζει τη νύχτα
- (μεταφορικά) το φως της γνώσης, του πολιτισμού κ.λπ