δήμιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δήμιος | οι | δήμιοι |
γενική | του | δήμιου & δημίου |
των | δήμιων & δημίων |
αιτιατική | τον | δήμιο | τους | δήμιους & δημίους |
κλητική | δήμιε | δήμιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δήμιος < αρχαία ελληνική δήμιος (σε αντιδιαστολή με τον ιδιωτικό, σχετίζεται με το δῆμον: ο δήμιος δούλος αναλάμβανε την εκτέλεση των θανατικών ποινών)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δήμιος αρσενικό
- (επάγγελμα) άτομο που εκτελεί όσους έχουν καταδικαστεί σε θάνατο
- (μεταφορικά) άτομο που συμμετέχει στη θανάτωση άλλων ή την προωθεί
- (κατ’ επέκταση), (μεταφορικά) άτομο που κυβερνά αυταρχικά και απάνθρωπα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δήμιος
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δήμιος < δῆμος
Επίθετο[επεξεργασία]
δήμιος
- δημοτικός, που ανήκει στο δήμο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)