δίκην
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δίκην < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δίκην
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈði.cin/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐κην
Επίρρημα
[επεξεργασία]δίκην
- (λόγιο) που μοιάζει με, ως επί, τύπου
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- συντάσσεται με γενική: δίκην μαστιγίου (είδος τραυματισμού του αυχένα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]δίκην < αιτιατική του ενικού της λέξης δίκη (από την αρχική σημασία "συνήθειο")
Επίρρημα
[επεξεργασία]δίκην
- "όπως κάνει και ο", "με τον τρόπο του"
- δίκην ὕδατος
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επιρρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)