δίκυτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίκυτος < δι- (< δύο) + κύτος

Επίθετο[επεξεργασία]

δίκυτος -η -ο

το καταμαράν είναι δίκυτο σκάφος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]