δίνω αέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]δίνω αέρα
- (μεταφορικά,για ρούχα, κατασκευές κλπ) κάνω κάτι πιο φαρδύ, πιο άνετο
- παραδίνω θάρρος, κάνοντας κάποιον να αποθρασυνθεί
- ↪ Μην του δίνεις και πολύ αέρα! Είναι θρασύς τύπος.
- ≠ αντώνυμα: βάζω στη θέση του
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κάνω πιο άνετο
|