δίπτερα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα δίπτερα
      γενική των δίπτερων
    αιτιατική τα δίπτερα
     κλητική δίπτερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δίπτερα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δίπτερος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δίπτερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

δίπτερα